λυκάγχη

λυκάγχη
λυκάγχη, ἡ (Α)
είδος συναχιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. κυν-άγχη, στηθ-άγχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… …   Dictionary of Greek

  • δεράγχη — δεράγχη, η (Α) βρόχος, θηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)] …   Dictionary of Greek

  • λυκαγχόνη — λυκαγχόνη, ἡ (Μ) λυκάγχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + ἀγχόνη (< ἄγχω «πνίγω»)] …   Dictionary of Greek

  • λύκος — I (Βοτ.). Κοινή ονομασία του φυτικού γένους Orobanche της οικογένειας των οροβαγχιδών. Τα φυτά αυτά, που είναι γνωστά και με την κοινή ονομασία λυκόχορτα, είναι δικοτυλήδονα φυτά που αναπτύσσονται ως παράσιτα. Έχουν παχύ, σαρκώδη βλαστό, χωρίς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”